εὐράξ

εὐράξ
εὐράξ
on one side
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… …   Dictionary of Greek

  • πατάξ — Α επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος] …   Dictionary of Greek

  • υράξ — και αιολ. τ. ὔρραξ Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. άξ (πρβλ. εὐρ άξ, πατ άξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. τού εὐράξ*, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”